επιδελεάζομαι

επιδελεάζομαι
ἐπιδελεάζομαι (Α)
τοποθετούμαι ως δόλωμα («ἀγκίστροις, ἔχουσιν ἐπιδεδελεασμένας ὑείας σάρκας», Διόδ. Σικ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δελεάζομαι (< δέλεαρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”